εὐρυρέεθρος: Difference between revisions
From LSJ
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρυρέεθρος:''' -ον ([[ῥέεθρον]]), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ [[κανάλι]], αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''εὐρυρέεθρος:''' -ον ([[ῥέεθρον]]), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ [[κανάλι]], αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρῠρέεθρος:''' с широким течением, текущий широким потоком ([[Ἀξιός]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with broad channel, broad-flowing, Il.21.141; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 1095] breitfließend, Axios, Il. 21, 141.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυρέεθρος: -ον, ἔχων εὐρὺ ῥεῖθρον, εὐρέως ῥέων, Ἰλ. Φ. 141· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au large courant.
Étymologie: εὐρύς, ῥέεθρον.
English (Autenrieth)
and εὐρυρέων; broadflowing, Il. 21.141 †, Il. 2.849. (Il.)
Greek Monolingual
εὐρυρέεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρύ ρείθρο, πλατιά κοίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέεθρον «ρείθρον»].
Greek Monotonic
εὐρυρέεθρος: -ον (ῥέεθρον), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ κανάλι, αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠρέεθρος: с широким течением, текущий широким потоком (Ἀξιός Hom.).