κακκάω: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κακκάω:''' ([[κάκκη]]), cacare, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κακκάω:''' ([[κάκκη]]), cacare, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κακκάω:''' Arph. = [[χέζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A cacare, Ar.Nu.1384, 1390.
German (Pape)
[Seite 1299] bessere Form für κακάω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κακκάω: «κάμνω τὰ κακκά μου», παιδικὴ λέξις, κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, κἀγὼ λαβὼν θύραζε ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. χέζω.
Étymologie: κάκκη.
Greek Monotonic
κακκάω: (κάκκη), cacare, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κακκάω: Arph. = χέζω.