ἀντιπληρόω: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[επανδρώνω]] πλοία [[εναντίον]] του εχθρού, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπληρώνω]] με [[νέα]] [[μέλη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[επανδρώνω]] πλοία [[εναντίον]] του εχθρού, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπληρώνω]] με [[νέα]] [[μέλη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπληρόω:''' со своей стороны снабжать должным количеством людей: ἀ. τὰς [[ναῦς]] Thuc. укомплектовывать флот личным составом; ἀ. τὰς τάξεις ἐκ τῶν πολιτῶν Xen. пополнять воинские части из числа граждан.
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπληρόω Medium diacritics: ἀντιπληρόω Low diacritics: αντιπληρόω Capitals: ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: antiplēróō Transliteration B: antiplēroō Transliteration C: antipliroo Beta Code: a)ntiplhro/w

English (LSJ)

   A fill in turn or against, τὰς ναῦς man them against the enemy, Th.7.69, etc.:—Med., ἀ. φιλοτησίαν πρός τινα fill one's cup in his honour, pledge him, Aristid.2.115J.    II fill up by new members, ἀ. τάξεις ἐκ πολιτῶν X.Cyr.2.2.26; replenish after exhaustion, Thphr. CP1.13.3.

German (Pape)

[Seite 258] dagegen füllen, ergänzen, ὅπως ἐκ τῶν πολιτῶν ἀντιπληρώσετε τὰς τάξεις Xen. Cyr. 2, 2, 26; Theophr.; ναῦς, Schiffe gegen den Feind bemannen, Thuc. 7, 69; Xen. Hell. 4, 8, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπληρόω: πληρῶ, γεμίζω καὶ αὐτός, διὰ τάχους ἀντιπληρώσαντες ἑξήκοντα ναῦς, πληρώσαντες ἀνδρῶν καὶ αὐτοὶ ἑξήκοντα ναῦς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 7. 69, κτλ.: ― Μέσ., ἀντιπληροῦμαι φιλοτησίαν πρός τινα, πληρῶ τὸ ποτήριόν μου πρὸς τιμήν τινος, «εἰς ὑγείαν του», Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 115. ΙΙ. θέτω ἄλλον εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀποβληθέντος, μηδὲ μέντοι σκοπεῖτε ὅπως ἐκ τῶν πολιτῶν ἀναπληρώσετε τὰς τάξεις Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26: ― ἐκ νέου πληρῶ τὸ ἐξαντληθέν, ἔοικε τὰ δένδρα κενωθέντα τοῦ θέρους ἐκ τῆς βλαστήσεως καὶ τῆς καρπογονίας ἀντιπληροῦσθαι πάλιν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 13, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 combler les vides (litt. remplir en échange);
2 équiper (un navire) contre.
Étymologie: ἀντί, πληρόω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 llenar, equipar a su vez (de hombres) τὰς ναῦς Th.7.69, cf. 8.17
completar τὰς τάξεις X.Cyr.2.2.26.
2 en v. med. llenar la copa por alguien πρὸς Πλάτωνα ... ἀναγκαῖον ἦν ὥσπερ φιλοτησίαν προλαβόντα ἀντιπληρώσασθαι Aristid.2.115.
3 ofrecer algo en agradecimiento ἡμᾶς τὸν αὐτὸν ἀντιπληρῶσαι τοῦ δείπνου τοῖς μάρτυσιν ἔρανον Gr.Nyss.M.46.757A.
II intr. en v. med. cubrirse los árboles de hojas, Thphr.CP 1.13.3.

Greek Monotonic

ἀντιπληρόω: μέλ. -ώσω, επανδρώνω πλοία εναντίον του εχθρού, σε Θουκ.
II. συμπληρώνω με νέα μέλη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπληρόω: со своей стороны снабжать должным количеством людей: ἀ. τὰς ναῦς Thuc. укомплектовывать флот личным составом; ἀ. τὰς τάξεις ἐκ τῶν πολιτῶν Xen. пополнять воинские части из числа граждан.