Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποινόδικος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποινόδῐκος:''' -ον, αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀποινόδῐκος:''' -ον, αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποινόδῐκος:''' несущий возмездие, карающий (δίκαι Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποινόδῐκος Medium diacritics: ἀποινόδικος Low diacritics: αποινόδικος Capitals: ΑΠΟΙΝΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: apoinódikos Transliteration B: apoinodikos Transliteration C: apoinodikos Beta Code: a)poino/dikos

English (LSJ)

ον,

   A exacting penalty, atoning, δίκαι E.HF888.

German (Pape)

[Seite 304] (δίκη), Rache verhängend, δίκαι Eur. Herc. fur. 889, Pflugk will ἀπόδικος lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποινόδῐκος: -ον, ὁ ποινὴν ἐπιβάλλων, τιμωρῶν, δίκαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui venge justement.
Étymologie: ἄποινα, δίκη.

Spanish (DGE)

(ἀποινόδῐκος) -ον que exige rescate δίκαι E.HF 889 (cód.).

Greek Monolingual

ἀποινόδικος, -ον (Α)
αυτός που επιβάλλει ποινή, ο τιμωρός.

Greek Monotonic

ἀποινόδῐκος: -ον, αυτός που επιβάλλει ποινή, που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποινόδῐκος: несущий возмездие, карающий (δίκαι Eur.).