ἐπίψογος: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίψογος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[κατακριτέος]], αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. <i>-γως</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[επικριτικός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπίψογος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[κατακριτέος]], αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. <i>-γως</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[επικριτικός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίψογος:''' <b class="num">1)</b> достойный порицания, предосудительный Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> порицающий: ἐ. [[φάτις]] Aesch. дурная слава. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exposed to blame, blameworthy, X.Lac.14.7, Plu. Comp.Cim.Luc.1 ; τὸ ἐ. Max.Tyr.18.9 : neut. pl. -ψογα, as Adv., Man.4.506. Adv. -γως with blame, λέγεσθαι Plu.Comp.Dem.Cic. 3. II Act., blaming, censorious, φάτις A.Ag.611.
German (Pape)
[Seite 1006] dem Tadel ausgesetzt, tadelnswerth, φάτις Aesch. Ag. 596; Xen. Lac. 14, 7 u. Sp. – Adv. ἐπιψόγως, Plut. Compar. Dem. et Cic. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίψογος: -ον, ἄξιος ψόγου, ἐπίμεμπτος, Ξεν. Λακ. 14. 7, Πλουτ. Σύγκρ. Κίμ. καὶ Λουκ. 1. ― Ἐπίρρ. -γως, μετὰ ψόγου, ἐπιμέμπτως, λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 3, Κλήμ. Ἁλ. 245. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπίψογον φάτιν, ψόγον φέρουσαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 611.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 blâmable;
2 qui blâme.
Étymologie: ἐπί, ψόγος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίψογος, -ον)
εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῑς γιγνομένων», Ξεν.)
αρχ.
ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις»).
Greek Monotonic
ἐπίψογος: -ον, I. κατακριτέος, αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. -γως, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., επικριτικός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίψογος: 1) достойный порицания, предосудительный Xen., Plut.;
2) порицающий: ἐ. φάτις Aesch. дурная слава.