προσάλλομαι: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσάλλομαι:''' αποθ., [[πηδώ]] [[επάνω]] σε κάποιον, όπως ο [[σκύλος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''προσάλλομαι:''' αποθ., [[πηδώ]] [[επάνω]] σε κάποιον, όπως ο [[σκύλος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσάλλομαι:''' подскакивать, подпрыгивать (ὡς τὰ κυνάρια Xen.; πρὸς τὸ [[δένδρον]] Arst.): [[πνεῦμα]] προσαλλόμενον Arst. порыв ветра. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A jump up at, X.Cyr.8.4.20, Arist.HA612a11, Str. 16.4.19, Plu.2.977c; of a wind, Arist.Mu.395a7; π. τῷ στέρνῳ, of the heart, Ruf. Syn.Puls.3.6.
German (Pape)
[Seite 748] (s. ἅλλομαι), hinzu-, hinausspringen; Xen. Cyr. 8, 4, 20; Arist. H. A. 9, 6; Strab. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
προσάλλομαι: ἀποθετ., πηδῶ ἐπάνω εἴς τινα ὡς κύων, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20˙ πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 4, Πλούτ. 2. 977C· ἐπὶ ἀνέμου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 16.
French (Bailly abrégé)
f. προσαλοῦμαι, ao. προσηλάμην, etc.
sauter vers, sauter.
Étymologie: πρός, ἅλλομαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.)
1. πηδώ επάνω σε κάποιον
2. αναπηδώ για να φτάσω κάτι που βρίσκεται ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἅλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].
Greek Monotonic
προσάλλομαι: αποθ., πηδώ επάνω σε κάποιον, όπως ο σκύλος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσάλλομαι: подскакивать, подпрыгивать (ὡς τὰ κυνάρια Xen.; πρὸς τὸ δένδρον Arst.): πνεῦμα προσαλλόμενον Arst. порыв ветра.