ἐπώδυνος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπώδυνος]], -ον)<br />[[οδυνηρός]], [[γεμάτος]] [[οδύνη]] («ἐπώδυνα τραύματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπώδυνα</i><br />οδύνες, θλίψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπώδυνος]], -ον)<br />[[οδυνηρός]], [[γεμάτος]] [[οδύνη]] («ἐπώδυνα τραύματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπώδυνα</i><br />οδύνες, θλίψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπώδῠνος:''' <b class="num">1)</b> болезненный, мучительный (τραύματα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> вызванный страданием (δάκρυα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον
A, (ὀδύνη) painful, Hp.VM22, Prog.7 ; τραύματα Ar.Ach.1205 (lyr.); ζωή Ph.2.579 ; δάκρυα Plu.2.114c : irreg. Comp. -νέστερος Hp.Art.49. Adv. -νως Id.Epid.1.26.γ', Ph.1.136.
German (Pape)
[Seite 1015] schmerzlich, schmerzhaft, Hippocr.; τραύματα Ar. Ach. 1203; ἕλκος Nic.; – δάκρυα ἐπώδυνα, durch Schmerzen verursachte Thränen, Plut. consol. ad Apoll. p. 349; – Hippocr. hat das adv. ἐπωδύνως u. den compar. ἐπωδυνέστερον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) πλήρης ὀδύνης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Προγν. 38· τραύματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1205· δάκρυα Πλούτ. 2. 114D· ἀνώμ. συγκρ. -νέστερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. - Ἐπίρρ. -νως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 975.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui cause de la douleur, douloureux;
2 causé par la douleur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύνη.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπώδυνος, -ον)
οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα
οδύνες, θλίψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπώδῠνος: 1) болезненный, мучительный (τραύματα Arph.);
2) вызванный страданием (δάκρυα Plut.).