εὐρυρέων: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρυρέων:''' -ουσα, -ον ([[ῥέω]]), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει [[ρήμα]] <i>εὐρυρέω</i>, βλ. εὖ. | |lsmtext='''εὐρυρέων:''' -ουσα, -ον ([[ῥέω]]), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει [[ρήμα]] <i>εὐρυρέω</i>, βλ. εὖ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρῠρέων:''' έουσα, έον Hom., Pind. = [[εὐρυρέεθρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ουσα, ον,
A broad-flowing, shd. be written divisim, Il.2.849, etc.
German (Pape)
[Seite 1095] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; Φᾶσις Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυρέων: -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς εὐρυρέων Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα εὐρυρέω (διότι ἐν Ἰλ. Ε. 545 ἀναγνωστέον εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται διῃρημένως: εὐρὺ ῥέων.
French (Bailly abrégé)
έουσα, έον;
c. εὐρυρέεθρος.
Étymologie: εὐρύς, ῥέω.
Greek Monolingual
εὐρυρέων, -ουσα, -ον (Α)
αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέων (< ρέω)].
Greek Monotonic
εὐρυρέων: -ουσα, -ον (ῥέω), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει ρήμα εὐρυρέω, βλ. εὖ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠρέων: έουσα, έον Hom., Pind. = εὐρυρέεθρος.