ἱπποσέλινον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποσέλινον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] αγριοσέλινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σέλινον]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά μεγάλο»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππό</i>-<i>κρημνος</i>, <i>ιππο</i>-[[λάπαθον]].
|mltxt=[[ἱπποσέλινον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] αγριοσέλινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σέλινον]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά μεγάλο»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππό</i>-<i>κρημνος</i>, <i>ιππο</i>-[[λάπαθον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποσέλῑνον:''' τό бот. конская петрушка (Smyrnium [[olus]] atrum) Arst.
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποσέλῑνον Medium diacritics: ἱπποσέλινον Low diacritics: ιπποσέλινον Capitals: ΙΠΠΟΣΕΛΙΝΟΝ
Transliteration A: hipposélinon Transliteration B: hipposelinon Transliteration C: ipposelinon Beta Code: i(ppose/linon

English (LSJ)

τό,

   A Alexanders, Smyrnium olus-atrum, Thphr. HP2.2.1, Arist.Pr.923a34, Dsc.3.67: metaph., γελᾶν ἱπποσέλινα Pherecr.131.4.

German (Pape)

[Seite 1261] τό, eine große Art Eppich, Theophr. u. Sp.; ἱπποσέλινα γελᾶν Pherecr. Ath. XV, 685 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποσέλῑνον: τό, εἶδος τραχέος ἀγριοσελίνου, Smyrnium olusatrum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., γελᾶν ἱπποσέλινα Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2.

Greek Monolingual

ἱπποσέλινον, τὸ (Α)
είδος αγριοσέλινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σέλινον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππο-λάπαθον.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποσέλῑνον: τό бот. конская петрушка (Smyrnium olus atrum) Arst.