ἀρχιθάλασσος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρχιθάλασσος:''' -ον ([[θάλασσα]]), [[κυρίαρχος]] των θαλασσών, [[θαλασσοκράτορας]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀρχιθάλασσος:''' -ον ([[θάλασσα]]), [[κυρίαρχος]] των θαλασσών, [[θαλασσοκράτορας]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχιθάλασσος:''' владеющий морем ([[Ποσειδῶν]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A ruling the sea, Ποσειδών AP6.38 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 366] meerbeherrschend, Poseidon, Philp. 23 (VI, 38).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιθάλασσος: -ον, ὁ κυρίαρχος τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 6. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
maître de la mer (Poséidon).
Étymologie: ἄρχω, θάλασσα.
Spanish (DGE)
-ον
que manda en el mar ἀρχιθάλασσε Πόσειδον AP 6.38 (Phil.).
Greek Monolingual
ἀρχιθάλασσος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα) ο κυρίαρχος της θάλασσας.
Greek Monotonic
ἀρχιθάλασσος: -ον (θάλασσα), κυρίαρχος των θαλασσών, θαλασσοκράτορας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιθάλασσος: владеющий морем (Ποσειδῶν Anth.).