πρωτοβόλος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(35) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που για πρώτη [[φορά]] ρίχνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα [[πρώτα]] του δόντια («[[ὄνος]] θήλεια [[πρωτοβόλος]]», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθηρός]], [[δροσερός]], [[ακμαίος]] («[[πρωτοβόλος]] ἥβη», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που για πρώτη [[φορά]] ρίχνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα [[πρώτα]] του δόντια («[[ὄνος]] θήλεια [[πρωτοβόλος]]», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθηρός]], [[δροσερός]], [[ακμαίος]] («[[πρωτοβόλος]] ἥβη», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρωτοβόλος:''' досл. раньше всех дающий ростки, перен. впервые расцветающий (ἥβης [[ἄνθος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (βάλλω)
A budding, fresh, ἥβη AP7.217 (Asclep.); βλέφαρα ib.5.61 (Rufin.). 2 in course of shedding the first or milk teeth, of horses (intermediate between ἄβολος and παντιβόλος), PPetr.2p.115 (iii B.C.), Anatolian Studies 204 (Pisidia), Hippiatr.20; κάμηλος, ὄνος, BGU468.9 (ii A.D.), PFay. 92.23 (ii A.D.). II proparox. πρωτόβολος, ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E.Tr.1068 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 804] zuerst werfend, bes. die Zähne zum ersten Male wechselnd, die ersten Milchzähne verlierend, gew. vom Pferde, Sp.; übertr., ἥβης ἄνθος πρωτοβόλου, Plat. epigr. 6 (VII, 217, Asclepds), erst aufkeimend; mit verändertem Ton, zuerst getroffen, τέρμονα πρωτόβολον ἁλίῳ, Eur. Troad. 1068.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ κτυπῶν πρῶτος, βλέφαρα παρὰ τῷ Ἰακωψίῳ ἐν Ἀνθ. Π. 3. σ. 67. 2) ὁ ἀλλάσσων τοὺς πρώτους ὀδόντας, ἐπὶ ἵππου, Ἱππιατρ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτόβολος, ον, παθ., ὁ πρῶτος βαλλόμενος, τέρμονά τε πρωτόβολον ἁλίῳ Εὐρ. Τρῳάδ. 1068.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που για πρώτη φορά ρίχνει κάτι
2. (ιδίως για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα πρώτα του δόντια («ὄνος θήλεια πρωτοβόλος», πάπ.)
αρχ.
ανθηρός, δροσερός, ακμαίος («πρωτοβόλος ἥβη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μακρο-βόλος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Russian (Dvoretsky)
πρωτοβόλος: досл. раньше всех дающий ростки, перен. впервые расцветающий (ἥβης ἄνθος Anth.).