πεντήρης: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεντήρης:''' (ενν. [[ναῦς]]), <i>ἡ</i>, [[πλοίο]] με [[πέντε]] [[ιστία]], σε Ηρόδ.· ομοίως, πεντηρικὸν [[πλοῖον]], [[σκάφος]], σε Πολύβ.· βλ. [[τριήρης]].
|lsmtext='''πεντήρης:''' (ενν. [[ναῦς]]), <i>ἡ</i>, [[πλοίο]] με [[πέντε]] [[ιστία]], σε Ηρόδ.· ομοίως, πεντηρικὸν [[πλοῖον]], [[σκάφος]], σε Πολύβ.· βλ. [[τριήρης]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεντήρης:''' ἡ (sc. [[ναῦς]]) пентера (судно с пятью рядами весел) Her., Polyb.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντήρης Medium diacritics: πεντήρης Low diacritics: πεντήρης Capitals: ΠΕΝΤΗΡΗΣ
Transliteration A: pentḗrēs Transliteration B: pentērēs Transliteration C: pentiris Beta Code: penth/rhs

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ,

   A quinquereme, Plb.8.4.2, al. (but f.l. for πεντετηρίς Hdt.6.87) ; in full, ναῦς π. D.S.2.5, 14.41 : πεντηρικὰ πλοῖα, σκάφη, Plb.1.59.8, 3.41.2, cf. D.S.14.41.

German (Pape)

[Seite 559] ες, fünfruderig, mit fünf Reihen Ruderbänken, vgl. τριήρης; Her. 6, 87; Pol. 8, 6, 2; D. Sic. 20, 49.

Greek (Liddell-Scott)

πεντήρης: (ἐξυπακ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον πέντε σειρὰς κωπῶν, Ἡρόδ. 6. 87, Πολύβ. 8. 6, 2, κτλ.· ― οὕτω, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος ὁ αὐτ. 1. 59, 8., 3. 41. 2, κτλ. ― Ἴδε ἐν λ. τριήρης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
à cinq rangs ; ἡ πεντήρης (ναῦς) vaisseau à cinq rangs de rames, quinquerème.
Étymologie: πέντε, ἄρω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(ενν. ναῡς) (στην αρχαιότητα) νεώτερος σχετικά τύπος πολεμικού πλοίου, μεγαλύτερου από την τριήρη, με πέντε σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά, ή, κατ' άλλους, τύπος πλοίου του οποίου το κάθε κουπί το χειρίζονταν πέντε κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ήρης (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πεντήρης: (ενν. ναῦς), , πλοίο με πέντε ιστία, σε Ηρόδ.· ομοίως, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος, σε Πολύβ.· βλ. τριήρης.

Russian (Dvoretsky)

πεντήρης: ἡ (sc. ναῦς) пентера (судно с пятью рядами весел) Her., Polyb.