μονόξυλος: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονόξῠλος:''' -ον ([[ξύλον]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι φτιαγμένος από τον κορμό ενός μόνο δέντρου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ο κατασκευασμένος μόνο από [[ξύλο]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μονόξῠλος:''' -ον ([[ξύλον]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι φτιαγμένος από τον κορμό ενός μόνο δέντρου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ο κατασκευασμένος μόνο από [[ξύλο]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόξῠλος:''' <b class="num">1)</b> сделанный (выдолбленный) из одного куска дерева (πλοῖα Xen.; [[πύλη]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> сделанный только из дерева, сплошь деревянный Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A made from a solid trunk, πλοῖα canoes, X.An.5.4.11; μονόξυλα (sc. πλοῖα) Hp.Aër.15, Arist.HA533b11, Str.3.2.3, cf. Pl.Lg.956a; τροχιλίαι Heliod. ap. Orib.49.8.9; in one block, φοῖνιξ BGU603.20 (ii A.D.); μ.τράπεζαι Str.17.3.4: Subst. μονόξυλον, τό, single block or trunk, PMag. Par.1.2386.
German (Pape)
[Seite 204] nur aus Holz gemacht, aus bloßem Holze gemacht; Plat. Legg. XII, 958 a; πλοῖα, Xen. An. 5, 4, 11; Arr. An. 1, 3, 7, aus einem Holz od. Stamm gemacht; auch τὸ μονόξυλον allein, Pol. 3, 42, 2; τράπεζαι, Strab. XVII, 826; πύλη, Luc. V. H. 2, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μονόξῠλος: -ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνον ξύλου, ἐξ ἑνὸς κορμοῦ, πλοῖα μον., «μονόξυλα, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· ὡσαύτως μονόξυλα (ἐξυπ. πλοῖα) Ἱππ. π. Ἀερ. 290, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· μ. τράπεζαι Στράβ. 826. ΙΙ. κατεσκευασμένος μόνον ἐκ ξύλου, Πλάτ. Νόμ. 956Α (ἔνθα ἴδε Ast.)· πρβλ. μονόλιθος, μονοσίδηρος, μονοστόρθυγξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait d’une seule pièce de bois.
Étymologie: μόνος, ξύλον.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόξυλος, -ον)
1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν)
τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση του κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις διαπλέουσιν ἄνω καί κάτω», Ιπποκρ.
β. «ὅταν γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι τοῑς μονοξύλοις», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κατασκευασμένος μόνο από ξύλο
2. μονοκόμματος, κατασκευασμένος από ένα κομμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ξυλος (< ξύλον)].
Greek Monotonic
μονόξῠλος: -ον (ξύλον),·
I. αυτός που είναι φτιαγμένος από τον κορμό ενός μόνο δέντρου, σε Ξεν.
II. ο κατασκευασμένος μόνο από ξύλο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μονόξῠλος: 1) сделанный (выдолбленный) из одного куска дерева (πλοῖα Xen.; πύλη Luc.);
2) сделанный только из дерева, сплошь деревянный Plat.