θεημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεημοσύνη:''' ἡ, [[θεώρηση]], [[παρατήρηση]], [[μελέτη]], [[σχέδιο]], [[ενατένιση]], [[πρόβλημα]], σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θεημοσύνη:''' ἡ, [[θεώρηση]], [[παρατήρηση]], [[μελέτη]], [[σχέδιο]], [[ενατένιση]], [[πρόβλημα]], σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεημοσύνη:''' ἡ созерцание, наблюдение Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A contemplation: a problem, AP11.352.10 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1191] ἡ, Beobachtung, Agath. 68 (XI, 352).
Greek (Liddell-Scott)
θεημοσύνη: ἡ, θεωρία, ὑποκείμενον σκέψεως, πρόβλημα, Ἀνθ. Π. 11. 352.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sujet de contemplation ; problème à résoudre.
Étymologie: θεήμων.
Greek Monolingual
θεημοσύνη, ἡ (Α) θεήμων
1. θέαση, παρατήρηση
2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα.
Greek Monotonic
θεημοσύνη: ἡ, θεώρηση, παρατήρηση, μελέτη, σχέδιο, ενατένιση, πρόβλημα, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θεημοσύνη: ἡ созерцание, наблюдение Anth.