γεφυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεφῡρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξυβρίζω]] από τη [[γέφυρα]]· υπήρχε μια [[γέφυρα]] [[μεταξύ]] Αθήνας και Ελευσίνας και, [[καθώς]] οι άνθρωποι τη διέβαιναν, είχαν τη [[συνήθεια]] να εξυβρίζουν και να λοιδορούν όποιον ήθελαν· από όπου, [[χλευάζω]] ελεύθερα και ανεμπόδιστα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''γεφῡρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξυβρίζω]] από τη [[γέφυρα]]· υπήρχε μια [[γέφυρα]] [[μεταξύ]] Αθήνας και Ελευσίνας και, [[καθώς]] οι άνθρωποι τη διέβαιναν, είχαν τη [[συνήθεια]] να εξυβρίζουν και να λοιδορούν όποιον ήθελαν· από όπου, [[χλευάζω]] ελεύθερα και ανεμπόδιστα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''γεφῡρίζω:''' (от обычая осыпать насмешками процессию, следовавшую через мост во время Элевсинских празднеств) осыпать насмешливой бранью (ἀπὸ τοῦ τείχους τινά Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεφῡρίζω Medium diacritics: γεφυρίζω Low diacritics: γεφυρίζω Capitals: ΓΕΦΥΡΙΖΩ
Transliteration A: gephyrízō Transliteration B: gephyrizō Transliteration C: gefyrizo Beta Code: gefuri/zw

English (LSJ)

   A abuse from the causeway, in the procession from Athens to Eleusis, Hsch., Suid.: hence, abuse freely, Plu.Sull.6,13.

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡρίζω: λοιδορῶ ἀπὸ τῆς γεφύρας (ὑπῆρχε γέφυρα μεταξὺ Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος, καὶ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι διήρχοντο αὐτὴν ἐν σεμνῇ πομπῇ, εἶχον παλαιὰν συνήθειαν νὰ λοιδορῶσιν ὅν τινα ἤθελον, Ἡσύχ., Σουίδ.), καὶ οὕτως, ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως λοιδορῶ, χλευάζω, ὑβρίζω τινά, Πλούτ. Σύλλ. 6. 13·-ἐντεῦθεν, γεφῡρισμός, ὁ, πα-

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
assaillir de plaisanteries grossières, comme faisaient les oisifs, sur le pont pendant les mystères d’Éleusis.
Étymologie: γέφυρα.

Spanish (DGE)

lanzar bromas insultantes desde el puente en la procesión de Atenas a Eleusis, Sud.
de aquí lanzar insultos ἀπὸ τοῦ τείχους γεφυρίζοντες Plu.Sull.6, cf. 13.

Greek Monolingual

γεφυρίζω (Α) γέφυρα
(γενικά) κοροϊδεύω, χλευάζω με ελευθεροστομία (από τη συνήθεια αυτών που περίμεναν στη γέφυρα του Κηφισσού, στην Ιερά Οδό μεταξύ Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων κατά την επιστροφή τους στην Αθήνα).

Greek Monotonic

γεφῡρίζω: μέλ. -σω, εξυβρίζω από τη γέφυρα· υπήρχε μια γέφυρα μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας και, καθώς οι άνθρωποι τη διέβαιναν, είχαν τη συνήθεια να εξυβρίζουν και να λοιδορούν όποιον ήθελαν· από όπου, χλευάζω ελεύθερα και ανεμπόδιστα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γεφῡρίζω: (от обычая осыпать насмешками процессию, следовавшую через мост во время Элевсинских празднеств) осыпать насмешливой бранью (ἀπὸ τοῦ τείχους τινά Plut.).