ὀρχηθμός: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρχηθμός:''' ὁ ([[ὀρχέομαι]]), το να χορεύει [[κάποιος]], [[χορός]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ὀρχηθμός:''' ὁ ([[ὀρχέομαι]]), το να χορεύει [[κάποιος]], [[χορός]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρχηθμός:''' атт. [[ὀρχησμός]] ὁ пляска, танец Hom., Hes., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A dance, φιλοπαίγμων Od.23.134 ; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Il.13.637, cf. Od.8.263, Hes.Sc.282, v.l. in h.Ap. 149 ; cf. ὀρχησμός.
German (Pape)
[Seite 389] ὁ, ion. = ὀρχησμός, Tanz; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο, Il. 13, 637; φιλοπαίγμων, Od. 23, 134; Hes. Sc. 282; Luc. de salt. 23 u. sp. D. in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηθμός: ὁ, ὄρχησις, χορός, φιλοπαίγμων Ὀδ. Ψ. 134· μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Ἰλ. Ν. 637, πρβλ. Ὀδ. Θ. 263, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 282· ― ὁ Ἀττ. τύπος ὀρχησμὸς (ἐν τῷ πληθ.) ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 376, Πανυάσ. παρ’ Ἀθην. 37Β. Ἀνθ. Π. 6. 33.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chœur, danse.
Étymologie: ὀρχέω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀρχηθμός, ὁ (Α)
χορός, όρχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα -θμος (πρβλ. βρυχη-θμός)].
Greek Monotonic
ὀρχηθμός: ὁ (ὀρχέομαι), το να χορεύει κάποιος, χορός, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχηθμός: атт. ὀρχησμός ὁ пляска, танец Hom., Hes., Luc.