ὀρνιθοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρνῑθοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που κυνηγάει πουλιά, [[ορνιθοθήρας]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀρνῑθοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που κυνηγάει πουλιά, [[ορνιθοθήρας]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρνῑθοθήρας:''' ου ὁ птицелов Arph., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A bird-catcher, fowler, Ar.Av.62, Arist.HA609a15, PCair.Zen.398.9 (iii B. C.), Plu.2.800a, D.Chr.72.16.
German (Pape)
[Seite 383] ὁ, Vogeljäger, Vogelfänger; Ar. Av. 62; Arist. H. A. 9, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοθήρας: -ου, ὁ, ὁ συλλαμβάνων πτηνά, θηρευτὴς πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ὄρνις, θηράω.
Greek Monolingual
ο (Α ὀρνιθοθήρας)
κυνηγός πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].
Greek Monotonic
ὀρνῑθοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που κυνηγάει πουλιά, ορνιθοθήρας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθοθήρας: ου ὁ птицелов Arph., Arst., Plut.