μετόπιν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετόπῐν:''' επίρρ., = [[μετόπισθε]], σε Σοφ.
|lsmtext='''μετόπῐν:''' επίρρ., = [[μετόπισθε]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετόπῐν:''' adv. Soph. = [[μετόπισθε]] I.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπῐν Medium diacritics: μετόπιν Low diacritics: μετόπιν Capitals: ΜΕΤΟΠΙΝ
Transliteration A: metópin Transliteration B: metopin Transliteration C: metopin Beta Code: meto/pin

English (LSJ)

Adv.,

   A = μετόπισθε, S.Ph.1189 (lyr.), A.R.4.1764.

German (Pape)

[Seite 161] = μετόπισθε; ἐν βίῳ τῷ μετόπιν, Soph. Phil. 1174; Ap. Rh. 4, 1764.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπῐν: ἐπίρρ. = μετόπισθε, Σοφ. Φιλ. 1189, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1764. πρβλ. κατόπιν, ὄπις.

French (Bailly abrégé)

adv. ;
c. μετόπισθε.

Greek Monolingual

μετόπιν (Α)
επίρρ. μετόπισθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατ-όπιν].

Greek Monotonic

μετόπῐν: επίρρ., = μετόπισθε, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μετόπῐν: adv. Soph. = μετόπισθε I.