προεισπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεισπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] μέσα εκ των προτέρων, σε Ξεν.
|lsmtext='''προεισπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] μέσα εκ των προτέρων, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προεισπέμπω:''' высылать вперед (προσκόπους Xen.): προεισπέμπεται χιτῶνα πορφυροῦν ἐνδεδυκώς Luc. (актер) выступает (на сцену) в пурпурном хитоне.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισπέμπω Medium diacritics: προεισπέμπω Low diacritics: προεισπέμπω Capitals: ΠΡΟΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: proeispémpō Transliteration B: proeispempō Transliteration C: proeispempo Beta Code: proeispe/mpw

English (LSJ)

   A send in before, X.Cyr.5.2.6, J.AJ 14.11.6, Luc.Alex.11, etc.

German (Pape)

[Seite 718] vorher hineinschicken; Xen. Cyr. 5, 2, 6; Luc. Alex. 11.

Greek (Liddell-Scott)

προεισπέμπω: εἰσπέμπω πρότερον, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 6, Λουκ. Ἀλέξ. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer en avant, acc.;
2 introduire auparavant, particul. introduire avec pompe, acc..
Étymologie: πρό, εἰσπέμπω.

Greek Monolingual

Α
στέλνω κάποιον κάπου προηγουμένως («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς οὕτως εἰσήει», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰσπέμπω «στέλνω κάποιον κάπου»].

Greek Monotonic

προεισπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μέσα εκ των προτέρων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προεισπέμπω: высылать вперед (προσκόπους Xen.): προεισπέμπεται χιτῶνα πορφυροῦν ἐνδεδυκώς Luc. (актер) выступает (на сцену) в пурпурном хитоне.