χλοερός: Difference between revisions
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλοερός:''' ποιητ. αντί [[χλωρός]]. | |lsmtext='''χλοερός:''' ποιητ. αντί [[χλωρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλοερός:''' Eur., Theocr. = [[χλωρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ά, όν,
A verdant, ὄζος Hes.Sc.393; ·χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς E.Ba. 866 (lyr.); χ. στάδια, ῥέεθρα, Id.Ion497 (lyr.), Ph.660(lyr.); χ. ὑλώδη πάγον S.Ichn.215; χ. μέλεα Theocr.27.67.
German (Pape)
[Seite 1359] poet. = χλωρός; Hes. Sc. 393; δεῖμα Eur. Suppl. 617; ῥόδεα πέταλα Her. 249; Bacch. 866; μέλεα Theocr. 27, 65; Thall. 4 (IX, 220).
Greek (Liddell-Scott)
χλοερός: χλοερότης, ἴδε ἐν λ. χλωρ-.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
c. χλωρός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χλοερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
χλωρός, πράσινος (α. «χλοερό λιβάδι» β. «ἐκ τόπων χλοερῶν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(ιδίως για τόπο) καλυμμένος με χλόη
αρχ.
μτφ. ζωηρός, ακμαίος («ὣς οἳ μὲν χλοεροῑσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].
Greek Monotonic
χλοερός: ποιητ. αντί χλωρός.
Russian (Dvoretsky)
χλοερός: Eur., Theocr. = χλωρός.