μονόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόλῐθος:''' Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από [[μία]] μόνο [[πέτρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μονόλῐθος:''' Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από [[μία]] μόνο [[πέτρα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόλῐθος:''' ион. μουνόλῐθος 2 высеченный из одного лишь камня, сделанный из одной глыбы, монолитный ([[οἴκημα]], [[στέγη]] Her.).
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόλῐθος Medium diacritics: μονόλιθος Low diacritics: μονόλιθος Capitals: ΜΟΝΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: monólithos Transliteration B: monolithos Transliteration C: monolithos Beta Code: mono/liqos

English (LSJ)

Ion. μουνό-, ον,

   A made out of one stone, στέγη Hdt.2.175; ὀβελίσκοι D.S.1.46; κίονες Str.9.5.16.

German (Pape)

[Seite 203] aus einem Steine, ion. μουνόλιθος, οἴκημα, στέγη, Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόλῐθος: Ἰων. μουν-, ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνου λίθου, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait d’une seule pierre.
Étymologie: μόνος, λίθος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόλιθος, -ον, Α ιων. τ. μουνόλιθος, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί ή αποτελείται από έναν μόνο λίθο
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο μονόλιθος
μεγάλος λίθος που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λίθος (πρβλ. λευκό-λιθος)].

Greek Monotonic

μονόλῐθος: Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από μία μόνο πέτρα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μονόλῐθος: ион. μουνόλῐθος 2 высеченный из одного лишь камня, сделанный из одной глыбы, монолитный (οἴκημα, στέγη Her.).