ἀντιβατικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιβᾰτικός:''' -ή, -όν ([[ἀντιβαίνω]]), [[αντίθετος]], [[ενάντιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀντιβᾰτικός:''' -ή, -όν ([[ἀντιβαίνω]]), [[αντίθετος]], [[ενάντιος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιβᾰτικός:''' противоположный, обратный, встречный ([[φορά]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιβᾰτικός Medium diacritics: ἀντιβατικός Low diacritics: αντιβατικός Capitals: ΑΝΤΙΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antibatikós Transliteration B: antibatikos Transliteration C: antivatikos Beta Code: a)ntibatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A contrary, opposite, φορά Plu.Phoc.2.    II of contact, firm, thorough, -κωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφή Simp.in Cael.440.19, cf. 9; resistent, Hierocl. p.23A., Alex.Aphr.Quaest.62.4, Olymp.in Mete.18.30; of the pulse, Gal.8.949, cf.644. Adv. -κῶς ib.668: Comp., κλίνης -κώτερον ἐστρωμένης Sor.2.61.

German (Pape)

[Seite 250] zum Widerstand geeignet, Galen.; widerstrebend, Plut. Phoc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβᾰτικός: -ή, -όν, ἐναντίος, ἀντίθετος, Πλουτ. Φωκ. 2, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui résiste, opposé à.
Étymologie: ἀντιβαίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1opuesto, contrario φορά Plu.Phoc.2.
2 resistente, firme ἀντιβατικωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφή Simp.in Cael.440.19, cf. 9, τὸ σῶμα Hierocl.p.23, cf. Alex.Aphr.Quaest.62.4
subst. τὸ ἀ. resistencia, firmeza τὴν δὲ περίσχισιν τοῦ πυρὸς φαίνεσθαι διὰ τὸ παχυμερὲς καὶ ἀντιβατικόν Olymp.in Mete.18.30, en med. del pulso τὸ γὰρ ἀνατρεπτικόν τε καὶ ἀντιβατικὸν ἀπεδώκαμεν ἐκείνῳ Gal.8.949, cf. 644.
II adv.
1 -ῶς de forma firme del latido del pulso πλήττων Gal.8.668.
2 compar. neutr. como adv. κλίνης ἀντιβατικώτερον ἐστρωμένης hecha una cama en forma más dura Sor.140.12.

Greek Monolingual

ἀντιβατικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αντιβαίνει σε κάτι, ο αντίθετος.

Greek Monotonic

ἀντιβᾰτικός: -ή, -όν (ἀντιβαίνω), αντίθετος, ενάντιος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβᾰτικός: противоположный, обратный, встречный (φορά Plut.).