ἐμπίς: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπίς:''' -[[ίδος]], ὁ, [[κουνούπι]], [[σκνίπα]], Λατ. [[culex]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐμπίς:''' -[[ίδος]], ὁ, [[κουνούπι]], [[σκνίπα]], Λατ. [[culex]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπίς:''' ίδος ἡ зоол.<br /><b class="num">1)</b> долгоножка, карамора (Tipula) Arph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> предполож. личинка слепня Arst.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπίς Medium diacritics: ἐμπίς Low diacritics: εμπίς Capitals: ΕΜΠΙΣ
Transliteration A: empís Transliteration B: empis Transliteration C: empis Beta Code: e)mpi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A mosquito, gnat, Ar.Nu.157; ἐμπίδες ὀξύστομοι Id.Av. 245, cf. Arist.HA490a21, Porph.Abst.3.20; the gnat Chironomus, Arist.HA551b27; prob. may-fly, ib.601a4.    2 larva of the οἶστρος, ib.487b5 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 813] ίδος, ἡ, die Stechmücke, nach Schol. Ar. Nubb. 157 das spätere κώνωψ; ὀξύστομοι Av. 244; Arist. H. A. 1, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπίς: ἴδος, ἡ, εἶδος ἐντόμου ἐκμυζῶντος τὸ αἷμα, μείζονος δὲ τοῦ κώνωπος, τὸ Λατ. culex ἢ ἴσως tipula culiciformis, Ἀριστοφ. Νεφ. 157 κἑξ.· τὰς ὀξυστόμους ἐμπίδας ὁ αὐτ. Ὄρνιθ. 245, ἔνθα ὁ Σχολιαστὴς ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ζῷόν ἐστιν ἐν ὕδατι γινόμενον ὅμοιον τῷ κώνωπι, μεῖζον δὲ τῇ περιοχῇ, κατὰ τὸ μέσον λευκῷ περιεζωσμένον», πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 5. 19, 14. 2) ἡ πρώτη μορφὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ οἴστρου, ἡ νύμφη ἐξ ἧς μετεμορφώθη εἰς οἶστρον, ἔνια τῶν ζῴων... μεταβάλλει εἰς ἄλλην μορφήν... οἷον ἐπὶ τῶν ἐμπίδων· γίνεται γὰρ ἐξ αὐτῶν ὁ οἶστρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de grand cousin, insecte.
Étymologie: cf. lat. apis.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
entom.
1 pequeño insecto alado, tal vez cierto mosquito trompetero prob. de la familia Culicidae: caracterizado por su zumbido y por habitar zonas húmedas ἀνήρετ' ... τὰς ἐμπίδας κατὰ τὸ στόμ' ᾄδειν ἢ κατὰ τοὐρροπύγιον; preguntó, ¿los mosquitos zumban por la trompa o por el culo? Ar.Nu.157, cf. 165, ἑλείας παρ' αὐλῶνας ὀξυστόμους ἐμπίδας Ar.Au.244, ἐ. Τρικορυσία mosquito del demo de Tricorito lugar de marismas, Ar.Lys.1032, ταῖς ἐμπίσι ταῖς ἐν τῷ σκότῳ βομβούσαις Aristid.Or.3.672, sobre sus larvas, Arist.HA 551b27, 552a7, clasificado entre los ἔντομα o insectos, Arist.HA 601a3, entre los dípteros, Arist.HA 490a21, Luc.Cont.8, junto con otros insectos molestos, Plu.Fr.193.80, Luc.Musc.Enc.1, asim. a κώνωψ Arist.GA 721a10, κώνωπες καὶ αἱ λεγόμεναι ἐμπίδες Artem.3.8, εἶδος κώνωπος παραποτάμιον ζωνὴν ἔχοντος Sch.Ar.Nu.157c.
2 dud. tábano ἐ.· ... εἶδος ζώου παρὰ τοῖς ὕδασι γενόμενον, ὅμοιον κώνωπι, μεῖζον δέ Hsch.

• Etimología: Deriv. pop. de ἐμπίνω ‘beber’ (la sangre).

Greek Monolingual

η (AM ἐμπίς)
γένος εντόμων της οικογένειας τών εμπιδιδών η οποία περιλαμβάνει μύγες μέτριου μεγέθους και σαρκοφάγες, που απομυζούν άλλα έντομα
αρχ.
1. σκνίπα
2. η προνύμφη του οίστρου
3. νηματοειδές σκουλήκι, παράσιτο του πεπτικού συστήματος, λεβίθα.

Greek Monotonic

ἐμπίς: -ίδος, ὁ, κουνούπι, σκνίπα, Λατ. culex, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπίς: ίδος ἡ зоол.
1) долгоножка, карамора (Tipula) Arph., Arst.;
2) предполож. личинка слепня Arst.