κατατιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατατιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[πληγώνω]] καίρια, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατατιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[πληγώνω]] καίρια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατιτρώσκω:''' (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατιτρώσκω Medium diacritics: κατατιτρώσκω Low diacritics: κατατιτρώσκω Capitals: ΚΑΤΑΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: katatitrṓskō Transliteration B: katatitrōskō Transliteration C: katatitrosko Beta Code: katatitrw/skw

English (LSJ)

   A wound, X.An.3.4.26; λίθοις καὶ τοξεύμασι ib.4.1.10; ἑαυτόν D.L.1.60, cf. Plb.33.9.6, Plu.Sol.30, etc.:—Pass., Id.Caes.66: metaph., πάθη κ. τινάς Ph.1.299; κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς ἐκ νοσημάτων Id.1.156.    2 open an abscess, ἔμπλαστρος -σκουσα Aët.15.17.

Greek (Liddell-Scott)

κατατιτρώσκω: μέλλ. -τρώσω, κατατραυματίζω, κατακαλύπτω τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι αὐτόθι 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)

French (Bailly abrégé)

ao. κατέτρωσα;
couvrir de blessures.
Étymologie: κατά, τιτρώσκω.

Greek Monolingual

κατατιτρώσκω (AM)
(επιτ. τ. του τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα
μσν.
1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω»
2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο
αρχ.
προξενώ απόστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τιτρώσκω «πληγώνω»].

Greek Monotonic

κατατιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, πληγώνω καίρια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατατιτρώσκω: (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).