ἀροτρεύς: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀροτρεύς:''' -έως, ὁ ([[ἄροτρον]]), [[γεωργός]], [[ζευγολάτης]], = το επόμ., σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀροτρεύς:''' -έως, ὁ ([[ἄροτρον]]), [[γεωργός]], [[ζευγολάτης]], = το επόμ., σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀροτρεύς:''' έως ὁ Theocr., Anth. = [[ἀροτήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ, = sq., Theoc.25.1,51, Bion Fr.9.8, etc.
German (Pape)
[Seite 357] ὁ, der Pflüger, Theocr. 25, 1; Arat. 1075; Anth. öfter, z. B. Mel. 111 (VII, 196); βοῦς ἀροτρεύς bei Dem. Mid. 53 im Orak. ist zw. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτρεύς: έως, ὁ, = τῷ ἐπ., Θεόκρ. 25, 1, 51, Βίων 4. 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀροτρεύω.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
arador, labrador ὡραῖος ἀ. Arat.1075, de Heracles δῖος ἀ. Theoc.25.51, βοῶν ἐπίουρος ἀ. Theoc.25.1, cf. A.R.1.1172, Bio Fr.13.8, Nonn.D.1.107.
Greek Monolingual
ἀροτρεύς, ο (Α) αροτρεύω
αυτός που οργώνει.
Greek Monotonic
ἀροτρεύς: -έως, ὁ (ἄροτρον), γεωργός, ζευγολάτης, = το επόμ., σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀροτρεύς: έως ὁ Theocr., Anth. = ἀροτήρ.