μύσαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(26)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύσαγμα]], τὸ (Α)<br />[[μίασμα]], [[βδέλυγμα]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυσαγ</i>- του [[μυσάττομαι]] «αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πράττω]] - [[πράγμα]])].
|mltxt=[[μύσαγμα]], τὸ (Α)<br />[[μίασμα]], [[βδέλυγμα]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυσαγ</i>- του [[μυσάττομαι]] «αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πράττω]] - [[πράγμα]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μύσαγμα:''' ατος (ῠ) ὁ осквернение, хула, позор: τὸ τ᾽ [[εἰπεῖν]] εὐπετὲς μ. πως Aesch. возводить хулу - дело легкое.
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσαγμα Medium diacritics: μύσαγμα Low diacritics: μύσαγμα Capitals: ΜΥΣΑΓΜΑ
Transliteration A: mýsagma Transliteration B: mysagma Transliteration C: mysagma Beta Code: mu/sagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A = μύσος, A.Supp.995.

German (Pape)

[Seite 222] τό, die Befleckung, Alles was befleckt; τό τ' εἰπεῖν εὐπετὲς μύσαγμά πως, Aesch. Suppl. 973.

Greek (Liddell-Scott)

μύσαγμα: τό, (μῠσάττομαι) = μύσος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 995.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action ou parole abominable, souillure.
Étymologie: μυσάττομαι.

Spanish

suciedad

Greek Monolingual

μύσαγμα, τὸ (Α)
μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ- του μυσάττομαι «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. -μα (πρβλ. πράττω - πράγμα)].

Russian (Dvoretsky)

μύσαγμα: ατος (ῠ) ὁ осквернение, хула, позор: τὸ τ᾽ εἰπεῖν εὐπετὲς μ. πως Aesch. возводить хулу - дело легкое.