ἀφιλόκαλος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀφιλόκαλος]], -ον)<br />ο μη [[φιλόκαλος]], αυτός που δεν αγαπά το [[ωραίο]]. | |mltxt=ο (AM [[ἀφιλόκαλος]], -ον)<br />ο μη [[φιλόκαλος]], αυτός που δεν αγαπά το [[ωραίο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφιλόκᾰλος:''' не любящий прекрасного Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without love for beauty or honour, Plu.2.672e, Gal.5.39.
German (Pape)
[Seite 412] das Schöne, Gute nicht liebend, Plut. Symp. 5 prooem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλόκᾰλος: -ον, ὁ μὴ φιλόκαλος, Πλούτ. 2. 672Ε. - ὡσαύτως παρ’ Εὐστ. 669. 41, ἀφιλοκάλητος, ον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indifférent au beau ou au bien.
Étymologie: ἀ, φιλόκαλος.
Spanish (DGE)
-ον
que no ama la belleza, vulgar op. φιλόκαλος Gal.5.39
•subst. τὸ ἀφιλόκαλον τοῦ δόγματος Plu.2.672e.
Greek Monolingual
ο (AM ἀφιλόκαλος, -ον)
ο μη φιλόκαλος, αυτός που δεν αγαπά το ωραίο.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιλόκᾰλος: не любящий прекрасного Plut.