φοινικόλοφος: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοινῑκόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ. | |lsmtext='''φοινῑκόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοινῑκόλοφος:''' с пурпурным гребнем или хохолком ([[δράκων]] Eur.; [[ὄρνις]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A purple- or crimson-crested, δράκων E.Ph. 820 (lyr.); ὄρνιθες Theoc.22.72; ἀλεκτρυόνες Gp.14.16.2.
German (Pape)
[Seite 1296] mit purpurrothem Federbusch, Kamm; δράκων, Eur. Phoen. 827; Hahn, Theocr. 22, 72.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον πορφυροῦν, δράκων Εὐρ. Φοίν. 820· ὄρνιθες Θεόκρ. 22. 72· ἀλεκτρυὼν Γεωπ. 14. 16, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’aigrette ou à la crête écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹, λόφος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος
«πορφυρό χρώμα» + -λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθό-λοφος, χρυσό-λοφος].
Greek Monotonic
φοινῑκόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόλοφος: с пурпурным гребнем или хохолком (δράκων Eur.; ὄρνις Theocr.).