ἐμπατέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>ἐν</i>), [[προχωρώ]] μέσα ή [[εισέρχομαι]] σε ένα [[μέρος]], [[εισβάλλω]], [[καταπατώ]], με αιτ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐμπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>ἐν</i>), [[προχωρώ]] μέσα ή [[εισέρχομαι]] σε ένα [[μέρος]], [[εισβάλλω]], [[καταπατώ]], με αιτ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπᾰτέω:''' входить, вступать (μελάθρων Aesch. - v. l. [[μέλαθρον]]).
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπᾰτέω Medium diacritics: ἐμπατέω Low diacritics: εμπατέω Capitals: ΕΜΠΑΤΕΩ
Transliteration A: empatéō Transliteration B: empateō Transliteration C: empateo Beta Code: e)mpate/w

English (LSJ)

   A walk in or into, c. acc., μέλαθρον A.Ag.1434.    II c. acc., trample on, νεκρούς J.BJ6.9.4: metaph., τὰ κοινὰ τῶν ἀνθρώπων νόμιμα Agath.4.15:—Med. or Pass., tread the wine-press, Poll. 7.151.

German (Pape)

[Seite 811] hineintreten, -gehen; μέλαθρον, in das Gemach, Aesch. Ag. 1409; darauf treten. νεκρούς, auf die Todten, Ios.; vom Keltern der Weintrauben, Poll. 7, 151.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπᾰτέω: μέλλ. -ήσω, πατῶ ἐντός, εἰσέρχομαι, οὔ μοι φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖν (ἐμπατεῖ χειρόγρ., Franz, Dindorf.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1434. ΙΙ. μεταβ., πατῶ ἐπάνω εἴς τι, καταπατῶ, νεκροὺς Ἰώσηπ. Πολ. 6. 9. 4. - Μέσ., πατῶ, ἐπὶ τῶν ἐν ληνῷ πατούντων σταφυλάς, Πολυδ. Ζ΄, 151.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
entrer dans, acc..
Étymologie: ἐν, πατέω.

Spanish (DGE)

(ἐμπᾰτέω) 1 entrar en, poner el pie en c. ac. de direcc. μέλαθρον A.A.1434.
2 patear, pisotear c. ac. νεκρούς I.BI 6.431
fig. ἐμπατήσαντες τὰ κοινὰ τῶν ἀνθρώπων νόμιμα Agath.4.15.7
pisar la uva, en v. pas. ὁμοίως δὲ ᾧ ἐμπατοῦνται (αἱ σταφυλαί) ληνός Poll.7.151.

Greek Monotonic

ἐμπᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἐν), προχωρώ μέσα ή εισέρχομαι σε ένα μέρος, εισβάλλω, καταπατώ, με αιτ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπᾰτέω: входить, вступать (μελάθρων Aesch. - v. l. μέλαθρον).