ἀνθρακεύω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνθρακεύω]])<br />[[παρασκευάζω]] ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πλοία ή ατμομηχανές) [[προμηθεύομαι]] κάρβουνα<br /><b>αρχ.</b><br />[[καίω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[κάρβουνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> [[ανθρακεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθρακευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθράκευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακευτός]]. <i>Η</i> λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου ([[κατά]] το [[υδρεύω]])].
|mltxt=(Α [[ἀνθρακεύω]])<br />[[παρασκευάζω]] ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πλοία ή ατμομηχανές) [[προμηθεύομαι]] κάρβουνα<br /><b>αρχ.</b><br />[[καίω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[κάρβουνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> [[ανθρακεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθρακευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθράκευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακευτός]]. <i>Η</i> λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου ([[κατά]] το [[υδρεύω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκεύω:''' превращать в уголь, медленно сжигать (τινὰ πυρί Arph.).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκεύω Medium diacritics: ἀνθρακεύω Low diacritics: ανθρακεύω Capitals: ΑΝΘΡΑΚΕΥΩ
Transliteration A: anthrakeúō Transliteration B: anthrakeuō Transliteration C: anthrakeyo Beta Code: a)nqrakeu/w

English (LSJ)

   A make charcoal, Thphr.HP9.3.1, cf. Poll.7.146; τὰ ἀνθρακευόμενα charcoal, Antig.Mir.136.    2 burn to a cinder, ἀ. τινὰ πυρί Ar.Lys.340.

German (Pape)

[Seite 233] Kohlen brennen, Köhler sein, Sp.; γυναῖκας πυρί, Ar. Lys. 340.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκεύω: κάμνω ἄνθρακας, φαῦλον δὲ καὶ εἰς τὸ καίειν καὶ ἀνθρακεύειν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 5, καὶ 9. 3, 1, πρβλ. καὶ Πολυδ. 7. 146· «τούτους δὲ (τοὺς ἀνθρακώδεις λίθους) πᾶν τοὐναντίον πάσχειν τοῖς ἐκ τῶν ξύλων ἀνθρακευομένοις» Ἀντιγ. Καρύστ. 151. 2) καίω τι ἕως οὗ ἀνθρακωθῇ, ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μεσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν Ἀριστοφ. Λυσ. 340.

French (Bailly abrégé)

brûler avec du charbon, faire griller.
Étymologie: ἀνθρακεύς.

Spanish (DGE)

1 carbonear Thphr.HP 9.3.1, Poll.7.146, τὰ ἀνθρακευόμενα carbón Antig.Mir.136.
2 hacer arder πυρὶ ... τὰς μυσαρὰς γυναῖκας Ar.Lys.340.

Greek Monolingual

ἀνθρακεύω)
παρασκευάζω ξυλάνθρακες
νεοελλ.
(για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα
αρχ.
καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς.
ΠΑΡ. ανθρακευτής
νεοελλ.
ανθράκευση
αρχ.
ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου (κατά το υδρεύω)].

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκεύω: превращать в уголь, медленно сжигать (τινὰ πυρί Arph.).