προσαμφιέννυμι: Difference between revisions
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσαμφιέννῡμι:''' Αττ. μέλ. <i>-αμφιῶ</i>, [[ντύνω]] [[επιπλέον]], <i>τί τινα</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''προσαμφιέννῡμι:''' Αττ. μέλ. <i>-αμφιῶ</i>, [[ντύνω]] [[επιπλέον]], <i>τί τινα</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσαμφιέννῡμι:''' (fut. προσαμφιῶ) надевать (τινά τι Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. fut. -αμφιῶ,
A put on over, τινά τι Ar.Eq.891.
German (Pape)
[Seite 748] (s. ἕννυμι), noch dazu od. darüber anziehen, τινά τι, Ar. Equ. 888.
Greek (Liddell-Scott)
προσαμφιέννῡμι: μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, ἀμφιέννυμι ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».
French (Bailly abrégé)
faire revêtir, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: πρός, ἀμφιέννυμι.
Greek Monolingual
Α
ντύνω κάποιον επιπροσθέτως («ἐγὼ γὰρ αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμφιέννυμι «περιβάλλω κάποιον με κάτι, ντύνω»].
Greek Monotonic
προσαμφιέννῡμι: Αττ. μέλ. -αμφιῶ, ντύνω επιπλέον, τί τινα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
προσαμφιέννῡμι: (fut. προσαμφιῶ) надевать (τινά τι Arph.).