ἐπιλυμαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children
(13) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιλυμαίνομαι]] (Α) [[λυμαίνομαι]]<br />[[καταστρέφω]], [[βλάπτω]] κάποιον («[[Ἡρακλῆς]] πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιλυμαίνομαι]] (Α) [[λυμαίνομαι]]<br />[[καταστρέφω]], [[βλάπτω]] κάποιον («[[Ἡρακλῆς]] πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιλῡμαίνομαι:''' портить, разрушать, губить (τὸν ἀνθρώπων βίον Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A infest, ruin, τὸν ἀνθρώπινον βίον Plu.2.881d.
German (Pape)
[Seite 959] schaden, feindlich stören, βίον Plut. plac. phil. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλυμαίνομαι: Ἀποθ., προξενῶ λύμην, βλάβην, καταστροφήν, Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας Πλούτ. 2. 881D.
French (Bailly abrégé)
gâter, détruire, acc..
Étymologie: ἐπί, λυμαίνω.
Greek Monolingual
ἐπιλυμαίνομαι (Α) λυμαίνομαι
καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλῡμαίνομαι: портить, разрушать, губить (τὸν ἀνθρώπων βίον Plut.).