δενδρῶτις: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δενδρῶτις:''' -ιδος, θηλ. επίθ., καλυμμένη με δέντρα, σε Ευρ.
|lsmtext='''δενδρῶτις:''' -ιδος, θηλ. επίθ., καλυμμένη με δέντρα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δενδρῶτις:''' ιδος adj. f поросшая деревьями, лесистая ([[πέτρα]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρῶτις Medium diacritics: δενδρῶτις Low diacritics: δενδρώτις Capitals: ΔΕΝΔΡΩΤΙΣ
Transliteration A: dendrō̂tis Transliteration B: dendrōtis Transliteration C: dendrotis Beta Code: dendrw=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A wooded, πέτρα E.HF790; ὥρα f.l. in A.Fr.44.6.

German (Pape)

[Seite 546] ιδος, ἡ, mit Bäumen besetzt, πέτρα Eur. Herc. fur. 770; den Baum betreffend, ὥρα Aesch. frg. 38.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρῶτις: -ιδος, ἡ, κεκαλυμμένη μὲ δένδρα, πέτρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 790· ὥρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 36.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 couvert d’arbres, boisé;
2 qui convient aux arbres.
Étymologie: δένδρον.

Spanish (DGE)

-ιδος
arbolado Πυθίου δενδρῶτι πέτρα roca arbolada del Pitio e.e., Apolo, E.HF 790.

Greek Monolingual

δενδρῶτις (-ιδος), η (Α)
(για τη γη) γεμάτη δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώτις. Ο τ. δενδρώτις, ποιητική κυρίως λέξη, αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. δενδρίτης].

Greek Monotonic

δενδρῶτις: -ιδος, θηλ. επίθ., καλυμμένη με δέντρα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δενδρῶτις: ιδος adj. f поросшая деревьями, лесистая (πέτρα Eur.).