κάκοσμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάκοσμος:''' -ον ([[ὀσμή]]), αυτός που έχει κακή [[οσμή]], άσχημη [[μυρωδιά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κάκοσμος:''' -ον ([[ὀσμή]]), αυτός που έχει κακή [[οσμή]], άσχημη [[μυρωδιά]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάκοσμος:''' дурно пахнущий, зловонный ([[οὐράνη]] Aesch., Soph.; sc. [[κάνθαρος]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοσμος Medium diacritics: κάκοσμος Low diacritics: κάκοσμος Capitals: ΚΑΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: kákosmos Transliteration B: kakosmos Transliteration C: kakosmos Beta Code: ka/kosmos

English (LSJ)

ον,

   A ill-smelling, A. Fr.180.2, S.Fr.565, Ar.Pax38.

German (Pape)

[Seite 1303] übelriechend; οὐράνη Aesch. frg. 15; Ar. Pax 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
puant.
Étymologie: κακός, ὀσμή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κάκοσμος, -ον)
αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείν-οσμος, ηδύ-οσμος].

Greek Monotonic

κάκοσμος: -ον (ὀσμή), αυτός που έχει κακή οσμή, άσχημη μυρωδιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάκοσμος: дурно пахнущий, зловонный (οὐράνη Aesch., Soph.; sc. κάνθαρος Arph.).