ἐπίχωσις: Difference between revisions
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
(6_8) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίχωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιχώννυμι]]), ἐπισώρευσις, «παντὸς γένους, ὕλης καὶ γῆς καὶ λίθων» φερομένων ὑπὸ χειμάρρων, Πολύβ. 4. 41, 9· μεταφ. [[ἐξόγκωσις]] Εὔστ. Πονημάτ. 188. 21. | |lstext='''ἐπίχωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιχώννυμι]]), ἐπισώρευσις, «παντὸς γένους, ὕλης καὶ γῆς καὶ λίθων» φερομένων ὑπὸ χειμάρρων, Πολύβ. 4. 41, 9· μεταφ. [[ἐξόγκωσις]] Εὔστ. Πονημάτ. 188. 21. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίχωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> возведение насыпи или постройка плотины Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> рит. нагромождение, преувеличение. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐπιχώννυμι)
A a heaping up, esp.the choking of a channel, Plb.4.41.9 (pl.): metaph., exaggeration, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, das Zuschütten, Zudämmen, Pol. 4, 41, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχωσις: -εως, ἡ, (ἐπιχώννυμι), ἐπισώρευσις, «παντὸς γένους, ὕλης καὶ γῆς καὶ λίθων» φερομένων ὑπὸ χειμάρρων, Πολύβ. 4. 41, 9· μεταφ. ἐξόγκωσις Εὔστ. Πονημάτ. 188. 21.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχωσις: εως ἡ1) возведение насыпи или постройка плотины Polyb.;
2) рит. нагромождение, преувеличение.