ἀποδοκιμάω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκιμάω:''' = [[ἀποδοκιμάζω]], [[απορρίπτω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποδοκιμάω:''' = [[ἀποδοκιμάζω]], [[απορρίπτω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδοκῐμάω:''' ион. = [[ἀποδοκιμάζω]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδοκῐμάω Medium diacritics: ἀποδοκιμάω Low diacritics: αποδοκιμάω Capitals: ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΩ
Transliteration A: apodokimáō Transliteration B: apodokimaō Transliteration C: apodokimao Beta Code: a)podokima/w

English (LSJ)

   A = ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.

Spanish (DGE)

rechazar οὐδένα Hdt.1.199.

Greek Monotonic

ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.