ἀμφέρω: Difference between revisions
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφέρω:''' ποιητ. αντί [[ἀναφέρω]]. | |lsmtext='''ἀμφέρω:''' ποιητ. αντί [[ἀναφέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφέρω:''' Pind., Aesch. = [[ἀναφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ἀναφέρω.
German (Pape)
[Seite 133] = ἀναφέρω, ebenso ἀμφεύγω
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφέρω: ἀμ-φεύγω, ποιητ. ἀντὶ ἀναφ-.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀναφέρω.
English (Slater)
ἀμφέρω
1 bring up med., offer, yield ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος (N. 11.38)
Spanish (DGE)
v. ἀναφέρω.
Greek Monolingual
ἀμφέρω (Α)
ποιητικός τύπος αντί αναφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναφέρω, με αποκοπή και αφομοίωση].
Greek Monotonic
ἀμφέρω: ποιητ. αντί ἀναφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφέρω: Pind., Aesch. = ἀναφέρω.