λημαλέος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(23)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λημαλέος]], -α, -ον (Α) [[λήμη]]<br />(για τα μάτια) [[γεμάτος]] τσίμπλες, τσιμπλιασμένος.
|mltxt=[[λημαλέος]], -α, -ον (Α) [[λήμη]]<br />(για τα μάτια) [[γεμάτος]] τσίμπλες, τσιμπλιασμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''λημᾰλέος:''' с гноящимися или слезящимися глазами Luc.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημᾰλέος Medium diacritics: λημαλέος Low diacritics: λημαλέος Capitals: ΛΗΜΑΛΕΟΣ
Transliteration A: lēmaléos Transliteration B: lēmaleos Transliteration C: limaleos Beta Code: lhmale/os

English (LSJ)

α, ον, (λήμη)

   A bleared, of the eyes, Luc.Lex.4.

German (Pape)

[Seite 39] triefäugig, thränend, Luc. Lexiph. 4.

Greek (Liddell-Scott)

λημᾰλέος: -α, -ον, (λήμη) πλήρης λήμης, «τσιμπλιάρης», ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Λατ. lippus, Λουκ. Λεξιφ. 4· - ἐν Γλωσσ. ὡσαύτως ληματίας, ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
chassieux, qui a les yeux faibles ou malades.
Étymologie: λήμη.

Greek Monolingual

λημαλέος, -α, -ον (Α) λήμη
(για τα μάτια) γεμάτος τσίμπλες, τσιμπλιασμένος.

Russian (Dvoretsky)

λημᾰλέος: с гноящимися или слезящимися глазами Luc.