σύμπυκνος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμπυκνος:''' -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, [[σφιχτός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''σύμπυκνος:''' -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, [[σφιχτός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπυκνος:''' плотный, твердый, жесткий Xen.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπυκνος Medium diacritics: σύμπυκνος Low diacritics: σύμπυκνος Capitals: ΣΥΜΠΥΚΝΟΣ
Transliteration A: sýmpyknos Transliteration B: sympyknos Transliteration C: sympyknos Beta Code: su/mpuknos

English (LSJ)

ον,

   A pressed together, compressed, tight, X.Eq.10.10.

German (Pape)

[Seite 990] dicht oder eng zusammengedrängt, Xen. equ. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπυκνος: -ον, πολὺ πυκνός, κατάπυκνος, σφικτός, Ξεν. Ἱππ. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compact.
Étymologie: σύν, πυκνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ πυκνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ πυκνός.

Greek Monotonic

σύμπυκνος: -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, σφιχτός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σύμπυκνος: плотный, твердый, жесткий Xen.