βλακεύω: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλᾱκεύω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[νωθρός]], [[άτονος]], [[οκνηρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., χάνω, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] εξαιτίας της οκνηρίας, σε Λουκ. | |lsmtext='''βλᾱκεύω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[νωθρός]], [[άτονος]], [[οκνηρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., χάνω, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] εξαιτίας της οκνηρίας, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλᾱκεύω:''' быть вялым, медлительным, тупым Xen.: βλακεῦσαί τι Luc. (по тупоумию) прозевать что-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be slack, lazy, X.An.2.3.11, 5.8.15, Phld.Hom.p.39 O., etc.; ἐν τῇ κατατάσει Hp.Fract.17; β. καὶ ἀποδειλιᾶν D.H.9.31:—Med. (which is cited from X. by Eust.1405.32), = τρυφάω, Hld.7.27; but Act. in this sense, Procop.Arc.9. II c. acc., lose or waste through laziness, Luc.Ep.Sat.26.
German (Pape)
[Seite 447] schlaff, träge sein, Xen. An. 2, 3, 11; neben καθῆσθαι, Ggstz κινεῖν, 5, 8, 15. Im med. auch τί, etwas durch Trägheit verlieren, Luc. Ep. Sat. 26; καὶ ἀποδειλιᾶν Dion. Hal. 9, 31. Bei Sp. = θρύπτομαι, schwelgen.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκεύω: εἶμαι νωθρός, ὀκνηρός, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11., 5. 8, 15· ἔν τινι Ἱππ. π. Ἀγμῶν 764. - Μέσ. = τρυφάω, Ἡλιόδ. 7. 27. ΙΙ. μ. αἰτ., χάνω ἢ φθείρω, καταστρέφω ἕνεκα ὀκνηρίας, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 26.
French (Bailly abrégé)
être mou, inerte, lâche.
Étymologie: βλάξ.
Spanish (DGE)
1 aflojar, dejar flojo οὐ μὴν ἐπιλείπειν χρή, οὐδὲ β. (en la extensión de una fractura) no conviene quedarse corto ni que haya holgura en la alineación de ambas partes del hueso, Hp.Fract.17.
2 remolonear, haraganear καθήμενον καὶ βλακεύοντα X.An.5.8.15, cf. 2.3.11, β. καὶ ἀποδειλιᾶν D.H.9.31, μή τι ὁ οἰκονόμος βλακεύσας ... λάθῃ Luc.Ep.Sat.26, cf. Clem.Al.Q.D.S.21.3, Ael.NA epíl.
•c. constr. echarse atrás, escurrir el bulto ἐν τῷ περιπατεῖν Gal.5.733, πρὸς τὴν αἰτίαν ante la acusación Philostr.VA 7.14.
3 dicho del carácter actuar fatua o neciamente, hacer el tonto βλακεύειν [μ] έντο[ι φη] μιστέον, εἰ νομίζει Phld.Hom.28.9, cf. Procop.Arc.9.15, Vett.Val.455.23
•en v. med. mismo sent., Ael.Dion.β 15, σπανίως ... τις ὑπὲρ πατρίδος ἑαυτὸν ἐπέδωκεν εἰς θάνατον βλακευσάμενος como caso raro, alguno, actuando neciamente, se presta a la muerte por la patria S.E.P.3.193, cf. Hld.7.27, Didym.2Cor.3.4.
Greek Monolingual
(AM βλακεύω) βλαξ
νεοελλ.
χαζεύω, συμπεριφέρομαι σαν βλάκας
αρχ.
1. είμαι βλάκας
2. καταστρέφω κάτι με την οκνηρία μου.
Greek Monotonic
βλᾱκεύω: μόνο στον ενεστ.,
I. είμαι νωθρός, άτονος, οκνηρός, σε Ξεν.
II. με αιτ., χάνω, φθείρω, καταστρέφω εξαιτίας της οκνηρίας, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βλᾱκεύω: быть вялым, медлительным, тупым Xen.: βλακεῦσαί τι Luc. (по тупоумию) прозевать что-л.