λιγυηχής: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐγυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), αυτός που αντηχεί με [[ευκρίνεια]], [[κιθάρη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λῐγυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), αυτός που αντηχεί με [[ευκρίνεια]], [[κιθάρη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐγῠηχής:''' дор. [[λιγυαχής|λῐγῠᾱχής]] 2 полнозвучный, певучий ([[κιθάρα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, poet. λῐγῠ-ᾱχής,
A clear-sounding, κιθάρη AP9.308 (Bianor); Μοῦσαι Ath.Mitt.27.339; dub. in B.Scol.Oxy.4.
German (Pape)
[Seite 43] ές, hell, laut tönend, κιθάρα, Bian. 8 (IX, 308), in der dorischen Form λιγυαχής, u. sp. D., wie νομῆες Nonn. D. 11, 147.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγυηχής: -ές, λιγυρῶς ἠχῶν, κιθάρη Ἀνθ. Π. 9. 308.
Greek Monolingual
λιγυηχής, ποιητ. τ. λιγυαχής, -ές (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ-ηχής, οξυ-ηχής].
Greek Monotonic
λῐγυηχής: -ές (ἦχος), αυτός που αντηχεί με ευκρίνεια, κιθάρη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐγῠηχής: дор. λῐγῠᾱχής 2 полнозвучный, певучий (κιθάρα Anth.).