καταδιαφθείρω: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταδιαφθείρω]] (Α)<br />[[κατασπαταλώ]] («[[καταδιαφθείρω]] τὰ πατρῷα» — [[κατασπαταλώ]] την πατρική [[περιουσία]]). | |mltxt=[[καταδιαφθείρω]] (Α)<br />[[κατασπαταλώ]] («[[καταδιαφθείρω]] τὰ πατρῷα» — [[κατασπαταλώ]] την πατρική [[περιουσία]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδιαφθείρω:''' окончательно губить, pass. погибать (ἐν πυρί Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A squander, τὰ πατρῷα Eup.44. 2 in Pass., to be consumed, ἐν πυρί Luc.Tim.44 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1346] verstärktes διαφθείρω; Eupolis bei Zon.; Luc. Tim. 44, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιαφθείρω: κατασπαταλῶ, τὰ πατρῷα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 10.
French (Bailly abrégé)
c. διαφθείρω.
Étymologie: κατά, διαφθείρω.
Greek Monolingual
καταδιαφθείρω (Α)
κατασπαταλώ («καταδιαφθείρω τὰ πατρῷα» — κατασπαταλώ την πατρική περιουσία).
Russian (Dvoretsky)
καταδιαφθείρω: окончательно губить, pass. погибать (ἐν πυρί Luc.).