ἑλκυσμός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἑλκυσμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απαραίτητη ελκτική [[δύναμη]] για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια<br /><b>2.</b> η ροή τών αερίων καύσης [[μέσα]] από καπνοδόχο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έλξη]], [[τράβηγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαγωγή]].
|mltxt=ο (AM [[ἑλκυσμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απαραίτητη ελκτική [[δύναμη]] για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια<br /><b>2.</b> η ροή τών αερίων καύσης [[μέσα]] από καπνοδόχο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έλξη]], [[τράβηγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαγωγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκυσμός:''' ὁ притяжение: [[διάκενος]] ἑ. Plut., Sext. (у стоиков) пустое притяжение, т. е. призрак (= τὸ [[φανταστικόν]]).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκυσμός Medium diacritics: ἑλκυσμός Low diacritics: ελκυσμός Capitals: ΕΛΚΥΣΜΟΣ
Transliteration A: helkysmós Transliteration B: helkysmos Transliteration C: elkysmos Beta Code: e(lkusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A attraction; esp. of idle fancy, διάκενος ἑ. Chrysipp.Stoic.2.22, cf.Ph.1.151 (pl.).    II dragging, in pl.,Anon.Fig.p.156 S.

German (Pape)

[Seite 799] ὁ, das Ziehen, = ἕλκυσις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκυσμός: ὁ, = ἑλκηθμός, Φίλων 1. 151, Πλούτ. 2. 900Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tirer.
Étymologie: ἑλκύω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 atracción, atractivo φανταστικὸν δέ ἐστι διάκενος ἑλκυσμός lo fantástico es una atracción vacía de contenido Chrysipp.Stoic.2.22, cf. Nemes.Nat.Hom.6, <λογισμοὶ> ἑλκυσμοὺς καὶ σπασμοὺς ἐνδιδόντες Ph.1.151.
2 acción de arrastrar, arrastre τοῦ Ἕκτορος Phot.α 2835, Eust.1276.1, 17, como una forma de tortura, Chrys.M.58.591, c. gen. τοῦ δίφρου Anon.Fig.156.23, ἐν τῇ πορείᾳ καὶ τῷ ἑλκυσμῷ τοῦ σώματος ref. a una serpiente, Sch.Nic.Th.161, cf. Aq.Ex.19.13; cf. ἑλκηθμός, ἑλκυθμός.

Greek Monolingual

ο (AM ἑλκυσμός)
νεοελλ.
1. η απαραίτητη ελκτική δύναμη για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια
2. η ροή τών αερίων καύσης μέσα από καπνοδόχο
αρχ.-μσν.
1. έλξη, τράβηγμα
2. απαγωγή.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκυσμός: ὁ притяжение: διάκενος ἑ. Plut., Sext. (у стоиков) пустое притяжение, т. е. призрак (= τὸ φανταστικόν).