περιείρω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιείρω:''' [[παρεμβάλλω]] ή [[προσαρμόζω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περιείρω:''' [[παρεμβάλλω]] ή [[προσαρμόζω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιείρω:''' кругом нанизывать, надевать: περὶ γόμφους τὰ ξύλα π. Her. скреплять доски гвоздями.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιείρω Medium diacritics: περιείρω Low diacritics: περιείρω Capitals: ΠΕΡΙΕΙΡΩ
Transliteration A: perieírō Transliteration B: perieirō Transliteration C: perieiro Beta Code: periei/rw

English (LSJ)

   A insert or fix round, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Hdt.2.96.

German (Pape)

[Seite 574] (s. εἴρω), rings umher einreihen, einfügen, περὶ γομφοὺς πυκνοὺς περιείρουσι τὰ διπήχεα ξύλα, Her. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

περιείρω: παρεμβάλλωπροσαρμόζω ὁλόγυρα, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Ἡρόδ. 2. 96.

French (Bailly abrégé)

attacher ou suspendre autour : τι περί τι attacher une chose autour d’une autre.
Étymologie: περί, εἴρω.

Greek Monolingual

Α
συναρμόζω, παρεμβάλλω γύρω γύρω («περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεια ξύλα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, παρεμβάλλω».

Greek Monotonic

περιείρω: παρεμβάλλω ή προσαρμόζω ολόγυρα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιείρω: кругом нанизывать, надевать: περὶ γόμφους τὰ ξύλα π. Her. скреплять доски гвоздями.