ἀπολαλέω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολᾰλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φλυαρώ]], [[μιλώ]] απερίσκεπτα, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀπολᾰλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φλυαρώ]], [[μιλώ]] απερίσκεπτα, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολᾰλέω:''' болтать вздор Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A blurt out, πρός τινα ὅτι J.AJ6.9.2, cf. Luc. Nigr.22, Poll.2.127.
German (Pape)
[Seite 310] aus-, hinschwatzen, Luc. Nigr. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολαλέω: φλυαρῶ, μωρολογῶ, Λουκ. Νιγρ. 22, ἀλλ. ὁ Πολυδ. (Β΄, 127) ἀναφέρει τὸ ῥῆμα καὶ μετ' ἄλλης σημασίας: «ἀπειπεῖν, ἀπαγορεῦσαι, Ἰσαῖος δὲ ἀπειρηκὼς ἔφη, οἷον ἀπολελαληκώς».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler à tort et à travers, bavarder.
Étymologie: ἀπό, λαλέω.
Spanish (DGE)
decir con toda franqueza πρός τινας ... ὅτι ... I.AI 6.178, cf. Luc.Nigr.22, Poll.2.127.
Greek Monotonic
ἀπολᾰλέω: μέλ. -ήσω, φλυαρώ, μιλώ απερίσκεπτα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολᾰλέω: болтать вздор Luc.