αἱματόφυρτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμᾰτόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), αυτός που φέρει κηλίδες αίματος, [[αιμόφυρτος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''αἱμᾰτόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), αυτός που φέρει κηλίδες αίματος, [[αιμόφυρτος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμᾰτόφυρτος:''' запачканный кровью (βέλη Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A blood-stained, βέλη AP5.179 (Mel.); φόνος Phleg.Mir.3.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτόφυρτος: -ον, κεκηλιδωμένος αἵματι, βέλη, Ἀνθ. Π. 5. 180.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
souillé de sang.
Étymologie: αἷμα, φύρω.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτόφυρτος) -ον
manchado de sangre βέλη AP 5.180 (Mel.), φόνος Phleg.36.3.9, de pers., Pall.V.Chrys.6.135.
Greek Monotonic
αἱμᾰτόφυρτος: -ον (φύρω), αυτός που φέρει κηλίδες αίματος, αιμόφυρτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτόφυρτος: запачканный кровью (βέλη Anth.).