πολυστέλεχος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυστέλεχος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς μίσχους, στελέχη, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυστέλεχος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς μίσχους, στελέχη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυστέλεχος:''' многоствольный ([[παλίουρος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστέλεχος Medium diacritics: πολυστέλεχος Low diacritics: πολυστέλεχος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΕΛΕΧΟΣ
Transliteration A: polystélechos Transliteration B: polystelechos Transliteration C: polystelechos Beta Code: poluste/lexos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A παλίουρος AP9.312 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 673] von od. mit vielen Stämmen, παλίουρος, Zonas 5 (IX, 312).

Greek (Liddell-Scott)

πολυστέλεχος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ στελέχη, Ἀνθ. Π. 9. 312 ― πολυστελέχης, ες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux troncs nombreux.
Étymologie: πολύς, στέλεχος¹.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πολυστελέχης.

Greek Monotonic

πολυστέλεχος: -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς μίσχους, στελέχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυστέλεχος: многоствольный (παλίουρος Anth.).