ἑψανός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑψανός]], -ή, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βράζει εύκολα, ο [[βραστερός]], ο [[καλόβραστος]], ο [[καλόψητος]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά) αυτός που τρώγεται [[βραστός]], ο βρασμένος<br /><b>3.</b> [[ζωμός]], [[σούπα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑφανά</i><br />τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἑψ</i>- του <i>ἕψω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορφ</i>-<i>ανός</i>, <i>στεγ</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=[[ἑψανός]], -ή, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βράζει εύκολα, ο [[βραστερός]], ο [[καλόβραστος]], ο [[καλόψητος]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά) αυτός που τρώγεται [[βραστός]], ο βρασμένος<br /><b>3.</b> [[ζωμός]], [[σούπα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑφανά</i><br />τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἑψ</i>- του <i>ἕψω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορφ</i>-<i>ανός</i>, <i>στεγ</i>-<i>ανός</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑψᾰνός:''' подвергаемый варке (τὰ μὲν ἑψανά, τὰ δὲ ὀπτανά Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑψᾰνός Medium diacritics: ἑψανός Low diacritics: εψανός Capitals: ΕΨΑΝΟΣ
Transliteration A: hepsanós Transliteration B: hepsanos Transliteration C: epsanos Beta Code: e(yano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A boiled, Hp.Mul.2.117, Arist.Pr.923a17, Dsc. 2.107; ῥαφανῖδες Polyaen.4.3.32; ἑψανά, τά, = ἑψήματα, Diocl.Fr. 120: sg., BGU1120.14 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1132] ή, όν, kochbar, leicht zu kochen, Hippocr.; Arist. Probl. 20, 4. 5; ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα Diocl. bei Ath. II, 68 e, Küchenkräuter; daher weich, Plat. com. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἑψᾰνός: -ή, -όν, βεβρασμένος, βραστός, Ἱππ. 641. 45, Ἀριστ. Προβλ. 20. 4, 5· ἑψανά, τά, = ἐψήματα, Διοκλ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 68Ε.

Greek Monolingual

ἑψανός, -ή, -ον (Α)
1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος
2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος
3. ζωμός, σούπα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά
τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ- του ἕψω + κατάλ. -ανος, (πρβλ. ορφ-ανός, στεγ-ανός)].

Russian (Dvoretsky)

ἑψᾰνός: подвергаемый варке (τὰ μὲν ἑψανά, τὰ δὲ ὀπτανά Arst.).