ὅμευνος: Difference between revisions
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅμευνος:''' -ον ([[εὐνή]]), [[σύντροφος]] στο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]], λέγεται και για άντρα και για [[γυναίκα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὅμευνος:''' -ον ([[εὐνή]]), [[σύντροφος]] στο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]], λέγεται και για άντρα και για [[γυναίκα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅμευνος:''' ὁ и ἡ супруг, супруга Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sleeping together, partner of the bed, both of the man and woman, Maiist.3, AP7.735 (Damag.), Nic.Th.131, Man.3.148.
German (Pape)
[Seite 330] von gemeinschaftlichem Lager, zusammenschlafend, Gatte, Gattinn, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὅμευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ κοιμώμενος, μετέχων τῆς αὐτῆς εὐνῆς ἢ κοίτης, ἐπί τε τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἐπὶ τῆς γυναικός, Νικ. Θηρ. 131, Ἀνθ. Π. 7, 735, Μανέθων 3. 148.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage sa couche avec un autre, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, εὐνή.
Greek Monotonic
ὅμευνος: -ον (εὐνή), σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, λέγεται και για άντρα και για γυναίκα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὅμευνος: ὁ и ἡ супруг, супруга Anth.