διπλασιασμός: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διπλασιασμός]]) [[διπλασιάζω]]<br /><b>1.</b> το να διπλασιάζεται [[κάτι]], η [[αύξηση]] στο διπλάσιο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> η [[επανάληψη]] συμφώνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[αναδιπλασιασμός]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η [[μετατροπή]] της παρατάξεως από [[απλούς]] σε [[διπλούς]] στίχους.
|mltxt=ο (AM [[διπλασιασμός]]) [[διπλασιάζω]]<br /><b>1.</b> το να διπλασιάζεται [[κάτι]], η [[αύξηση]] στο διπλάσιο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> η [[επανάληψη]] συμφώνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[αναδιπλασιασμός]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η [[μετατροπή]] της παρατάξεως από [[απλούς]] σε [[διπλούς]] στίχους.
}}
{{elru
|elrutext='''διπλᾰσιασμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> удвоение (τοῦ κύβου Plat., τοῦ στερεοῦ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> грам. редупликация, удвоение.
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλᾰσιασμός Medium diacritics: διπλασιασμός Low diacritics: διπλασιασμός Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: diplasiasmós Transliteration B: diplasiasmos Transliteration C: diplasiasmos Beta Code: diplasiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A doubling, Antipho Soph.75; τοῦ κύβου Pl.Sis.388e; τοῦ στερεοῦ Plu.2.718f.    II Gramm., the Ionic doubling of consonants, as in τόσσος, EM68.47, Eust.73.3, etc.    b reduplication, A.D.Synt.323.6.    III in Tactics, doubling of front, Ascl. Tact.10.18, etc.; of Numbers, ib.17, etc.    IV in Anatomy, cross-action of muscles, Gal.18(2).974.    V = δίπλωσις 11, PHolm.1.39.

Greek (Liddell-Scott)

διπλᾰσιασμός: ὁ, τὸ διπλασιάζειν, τοῦ κύβου Πλάτ. Σισύφ. 388Ε· τοῦ στερεοῦ Πλούτ. 2. 718Ε. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ὁ Ἰων. διπλασιασμὸς τῶν συμφώνων, ὡς ἐν τῷ τόσσος· ὡσαύτως, ὁ ἀναδιπλασιασμός, Εὐστ. 73. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de doubler, doublement.
Étymologie: διπλασιάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 duplicación, hecho de duplicar
a) geom. ὁ τοῦ κύβου δ. la duplicación del cubo aporía consistente en construir un cubo que tenga un volumen doble con respecto a un cubo dado, Pl.Sis.388e, Eratosth. en Eutoc.in Sph.Cyl.64, Hero Bel.114, D.L.8.83, Papp.242, Procl.in Euc.213.3, tb. llamado ὁ τοῦ στερεοῦ δ. Plu.2.718e;
b) táct. κατὰ μῆκος ... δ. ἀνδρῶν duplicación del número de hombres en longitud op. κατὰ βάθος ‘en profundidad’, Ascl.Tact.10.17, cf. Arr.Tact.9.4, τόπου ... δ. κατὰ μῆκος duplicación de terreno en longitud op. κατὰ βάθος Ascl.Tact.10.18, 19, Arr.Tact.25.1, 7, Hsch.;
c) otros cont. ἔδωκεν ... διπλᾶ ὅσα ἦν ἔμπροσθεν Ἰωβ εἰς διπλασιασμόν LXX Ib.42.10, τῆς ἀπαγορεύσεως duplicación, repetición de la negación con efectos expresivos, Thdt.M.80.872B.
2 gram. reduplicación A.D.Synt.323.6, Choerob.in Theod.2.77.3
geminación de consonantes An.Bachm.2.369.10, Sch.D.T.56.5, EM 68.47G., Greg.Cor.463, Eust.73.3
repetición de palabras, Aps.p.328.
3 mat. multiplicación por dos op. ἡμιολιασμός Antipho Soph.B 75, ἡ δὲ δυὰς ... τῷ διπλασιασμῷ εἰς τὸ πλῆθος τρεπομένη Plu.2.507a, cf. Nicom.Ar.1.8.
4 acción de cruzar los brazos en la espalda, Orib.25.40.8, Gal.18(2).974, v. διπλασμός 3.

Greek Monolingual

ο (AM διπλασιασμός) διπλασιάζω
1. το να διπλασιάζεται κάτι, η αύξηση στο διπλάσιο
2. γραμμ. η επανάληψη συμφώνου
αρχ.
1. γραμμ. αναδιπλασιασμός
2. στρ. η μετατροπή της παρατάξεως από απλούς σε διπλούς στίχους.

Russian (Dvoretsky)

διπλᾰσιασμός:1) удвоение (τοῦ κύβου Plat., τοῦ στερεοῦ Plut.);
2) грам. редупликация, удвоение.